ἀναπολόγητος

ἀναπολόγητος
ἀναπολόγητος
inexcusable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναπολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν απολογήθηκε: Κανένας δεν πρέπει να καταδικάζεται αναπολόγητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να απολογηθεί, αδικαιολόγητος: Άκουσε αναπολόγητος τις κατηγορίες της γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ἀναπολογήτως — ἀναπολόγητος inexcusable adverbial ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολόγητον — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc sg ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολογήτοις — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολογήτου — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολογήτους — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολογήτων — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολογήτῳ — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολόγητα — ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”